Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Γ.ΠΙΛΑΛΑΣ - Θεοκωμωδία [1994]


«Είχα έναν φίλο πρεζονόμο που μου μαγείρευε τα πιό όμορφα διαστημικά μπισκότα.
SPACE COOKIES γαρνιρισμένα με δραμαμίνη για τα ταξίδια μου!
Κάθε κατεβασιά, κι ένα μικρό ονειρεμένο Challenger.
Μπούκωνα με δαύτα τα καριολίκια και πετσικάρανε τα σαγόνια μου.
Φλασσάρω και μπήγω τις φωνές: "Τυριά ξυπνήστε! Θα σας φαν' οι βλάχοι!"»

Ο Γιώργος Πιλάλας, ο Γκρήκ Αμέρικαν της Ελλάδας ή διαφορετικά ο κροταλίας της ασφάλτου, παρουσιάζει στη σκηνή ιστορίες με… περιεχόμενο! Ο Ζώρζ, ο καλλιτέχνης με το επιλήψιμο χιούμορ, διηγείται ιστορίες κοσμοπολίτικες, επαρχιώτικες, ροκ εντ ρολ, ιστορίες σκυλάδικες, της ξέρας και της άπνοιας! Ο Ζώρζ Πιλαλί, το άτομο “παρφέ”, είναι ο πρόδρομος και ο δρόμος της ντόπιας κιτς εντ μπήτ λογοτεχνίας. Παράλληλα είναι ένας σημαντικός κιθαρίστας του μπλουζ (μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σκηνής). Εμφανίζεται μόνο όταν εκείνος θέλει, και θέλει, όταν έχει κάτι καινούργιο να πει.
Το καλοκαίρι του 1989 προσκεκλημένος από το Festival d ete du Quebec εμφανίστηκε σε 12 συναυλίες στο Quebec και το Winnipeg Folk Festival, παίζοντας με τον BOB BROZMAN και μουσικούς από την Ινδία, Οκινάουα, Ιαπωνία, Αρμενία, Τουρκία, Γαλλία, Κούβα, Μ. Βρετανία, Αμερική και Καναδά. Οι καινούργιες ιστορίες, τα ταξίδια και τα μπλεξίματα σε ήχο μπλουζορεμπέτικο, η νέο-κλασσική πλαστική θυμοσοφία του, ύστερα από πολλές περιπέτειες κυκλοφόρησαν το 1994 με την “Θεοκωμωδία”. Η “Θεοκωμωδία” είναι ό,τι πιο ολοκληρωμένο έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα ο ανισόρροπος αυτός ισορροπιστής της λογικής του παραλόγου.


Ηχοϊστόρημα (Θεοκωμμωδια 1994):

Είμαι στο Χάρλεμ.Εκεί που οι πορτουρίκοι σνιφάρουν με ένα τεράστιο καλάμι, τις άσπρες διαχωριστικές γραμμές του δρόμου, περνώντας τις για ράγες κόκας…
Κσι σπρώχνω το τελευταίο bale, σε ένα τοξότη, 10.000 bucks!Και όπως είμαι φορτωμένο, νιώθω τη λαίδη Αμέρικα να μου χαιδεύει το μάτσο
«εδώ» λέω, «από σήμερα στο radio της Αστόρια δε θα ακούτε τη φωνή της Αμερικής, αλλα την κραυγή μου»
Το ξέρω, το ξέρω, ήμουν ιπτάμενος αλλά όχι gentleman!
Κατηφορίζω στο bar και βλέπω πίσω απ’τη μπάρα την πιο ζόρικη αφρο-αμερικάνα του Brooklyn:
-«Ε,» λέω «μάμα, πως σε λένε?»
-«Γερτρούδη» μου λέει «καλε πατερούλη»
-Είσαι μόνος, μου λέει , σ’αυτή την πόλη?
-Oh no, ειμαι μαζι με την Mari τον Juan και την Anna
-Τι δουλειά κάνεις George, Μου λέει
-Ότι έκανε ο Peter Fonda στον «Ξένοιαστο Καβαλάρη».Δουλειές με φούντες beautiful lady.
-Και δε δουλεύεις? Μου λέει
-Δεν έχω χρόνο, λέω
-Και πως ζείς? Μου λέει
-Από φιλοδωρία ,της λέω, και κάνω έτσι και βγάζω το σακούλι με το κακό χορτάρι…
-Τι είναι αυτό george?, μου λέει
-Είναι αυτό, λέω, που έκανε τον Barry White, που ξάσπρισε τον μαυρούλη Barry, αυτό που έκανε τον William Burroughs writer, συγγραφέα, που έκανε τον Πώλ, Σιδηρό…
-Είναι κανείς που να νοιάζεται αληθινά σ’αυτή τη πόλη για σένα μωρό μου, της λέω
-Αυτή την εποχή έχω μόνο φίλους, δεν έχω καλούς μου, είμαι αέρας αλλα την έχω δει να δέσω.Είχα έναν άνθρωπο που ήμουν καψούρα πιο πολύ κι απ’το παιδί μου,αλλα έδεσε μια της μέρας…
-Εγώ τις κυρίες της μέρας τις κάνω της νύχτας και τους τα παίρνω
-Χαλόου, μου λέει, darling, έχω ένα καλό προαίσθημα για μας.Περίμενε να χύσω τα ξίδια απ’τις γαλότσες και θα σε κάνω διάσημο και πλούσιο.
Βάζω την κυρά στο κάρο και πηγαίνουμε στο motel της.Νοικιάζω τη γαμήλια σουίτα και χαιρετίζω όλους τους ενοίκους, το μισό αμερικάνικα στρατά, τα κορίτσια, τις μπαλαρίνες, τους φοιτητές του Stanford που έβλεπες στα μάτια τους τα βουνά Παντέρμα της California.
-Σαββατοκύριακο δεν έχω φέρει κανέναν george, μου λέει, μόνο τις καθημερινές, για να ξεκουμπίζονται νωρίς το πρωί για τις δουλειές τους.Είσαι ο μόνος άνθρωπος που έρχεται στο weekend καλε πατερούλη…
Πάω να βγάλω τα παπούτσια και ακούω τις φωνές της μιστερ Εσθερ:
«Ξεκωλιάρη αντρα,θα με σκοτώσεις απόψε»
Εεε ,λέω,τι γίνεται δίπλα?Σκοτώνουν τα call girl όταν γεράσουν?
-Είμαι κουρασμένη απόψε george,δε θέλω να κάνουμε τίποτα, θέλω να κοιμηθούμε σαν αδερφάκια…
…αλλά…βγάζω πουκάμισο, παντελόνι , βλέπει κορμάκι ζόρικο, πλακώνει με χαιδεύει, τη χαιδεύω και γω, και την ώρα που νει-χυ η γυναίκα, εγώ τη λαχανεύω με το πόδι, κοζάρω που είναι το πορτοφόλι, και με το πόδι προσπαθώ και το τζουρνεύω. Αποτέλεσμα?
Με τη γυναίκα αγαπηθήκαμε, αλλα όπως μονίμως, άνθρωποι σαν κι εμένα δεν έχουν ριζικό.Πάνε κι έρχονται οι δρόμοι μου, αστέρι μου…
Και φεύγω για το Τσεκάγκο, που ‘ναι η California το Blues.Και φτιάχνω μια wonderful μπάντα, και παίρνω όλο το χαρτί…


Enjoy!

Δεν υπάρχουν σχόλια: